ηλάσκω

ηλάσκω
ἠλάσκω (AM)
(επικ. τ. τού ρ. αλαίνω ή αλώμαι
περιπλανώμαι, περιφέρομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. θα μπορούσε να θεωρηθεί επαναληπτικό τού αλώμαι (θ. αλά- + παρέκταση -σκ-), η μακρότητα όμως τού αρχικού φωνήεντος η- είναι δυσερμήνευτη. Κατά μία άποψη πρόκειται για ασυνήθιστη μεταπτωτική βαθμίδα, παρόμοια τής οποίας απαντά στη λετον. (Πρβλ. aluot περιπλανώμαι», αντίστοιχο τού αλώμαι και al'a «μισότρελος»). Συγγενές θεωρείται και το θ. ηλε- τού ηλεός «τρελός». Από συμφυρμό, τέλος, τού ηλάσκω με το αλαίνω, μεταπλασμένο τ. τού αλώμαι, προήλθε το ρ. ηλαίνω «περιπλανώμαι».
ΠΑΡ. αρχ. ηλασκάζω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἠλάσκω — wander pres subj act 1st sg ἠλάσκω wander pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠλάσκει — ἠλάσκω wander pres ind mp 2nd sg ἠλάσκω wander pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠλάσκοντα — ἠλάσκω wander pres part act neut nom/voc/acc pl ἠλάσκω wander pres part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠλάσκοντο — ἠλάσκω wander imperf ind mp 3rd pl ἠλάσκω wander imperf ind mp 3rd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠλάσκουσι — ἠλάσκω wander pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἠλάσκω wander pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠλάσκουσιν — ἠλάσκω wander pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἠλάσκω wander pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠλάσκειν — ἠλάσκω wander pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠλάσκεται — ἠλάσκω wander pres ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠλάσκοντας — ἠλάσκω wander pres part act masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠλάσκοντες — ἠλάσκω wander pres part act masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”