- ηλάσκω
- ἠλάσκω (AM)(επικ. τ. τού ρ. αλαίνω ή αλώμαιπεριπλανώμαι, περιφέρομαι.[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. θα μπορούσε να θεωρηθεί επαναληπτικό τού αλώμαι (θ. αλά- + παρέκταση -σκ-), η μακρότητα όμως τού αρχικού φωνήεντος η- είναι δυσερμήνευτη. Κατά μία άποψη πρόκειται για ασυνήθιστη μεταπτωτική βαθμίδα, παρόμοια τής οποίας απαντά στη λετον. (Πρβλ. aluot περιπλανώμαι», αντίστοιχο τού αλώμαι και al'a «μισότρελος»). Συγγενές θεωρείται και το θ. ηλε- τού ηλεός «τρελός». Από συμφυρμό, τέλος, τού ηλάσκω με το αλαίνω, μεταπλασμένο τ. τού αλώμαι, προήλθε το ρ. ηλαίνω «περιπλανώμαι».ΠΑΡ. αρχ. ηλασκάζω].
Dictionary of Greek. 2013.